- μορφοειδής
- μορφοειδής, -ές (Α)1. αυτός τού οποίου η φύση, η διάθεση, η ιδιότητα εκφράζεται με τη μορφή του2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα3. όμοιος με την ανθρώπινη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μορφοειδῆ — μορφοειδής of the nature of shape neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μορφοειδής of the nature of shape masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μορφοειδής of the nature of shape masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφοειδεῖς — μορφοειδής of the nature of shape masc/fem acc pl μορφοειδής of the nature of shape masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek